Τη χρονολογία γέννησης της Αγ. Ελένης εικάζουμε από συνδυασμό ιστορικών γεγονότων και πληροφοριών που δίνει ο Ευσέβιος, ιστορικός της εποχής ότι η Ελένη πέθανε σε ηλικία 80 χρονών.
Άρα η χρονολογία της πιθανολογείται μεταξύ 248 – 249 μ.Χ. στο Δρέπανο, η σημερινή Γιάλοβα της Βιθυνίας, πόλη που αργότερα ο γιος της Μέγας Κωνσταντίνος μετονόμασε σε Ελενόπολις για να τιμήσει τη μνήμη της μητέρα του.
Προερχόταν από οικογένεια ταπεινής καταγωγής και ο πατέρας της είχε πανδοχείο εκείνης της εποχής.
Εκκλησιαστικοί
ιστορικοί όπως ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Φιλοστόργιος και ο Ευτρόπιος, ιστορικός εκείνης της εποχής της
αποδίδουν χαρακτηρισμούς γυναίκας που δούλευε σε πανδοχείο της εποχής
εκείνης, όχι κολακευτικούς, ούτε πολύ διαφορετικούς από αυτούς της κοινής
γυναίκας. Η δε μητρική της καταβολή
παραμένει άγνωστη.
Από την
άλλη ο Ευσέβιος την παρουσιάζει ως γυναίκα με ιδιαιτέρες αρετές από την παιδική της
ηλικία και την ενασχόλησή της με τη
μελέτη του Ευαγγελίου και τα διδάγματα του Χριστιανισμού, έχοντας βίο
αξιοπρεπή.
Αυτό σημαίνει
ότι οι ιστορικοί εκείνης της εποχής έπαιρναν αποστάσεις και θέσεις ανάλογες με
την σχέση που είχαν για τον γιο της Μέγα Κωνσταντίνο.
Στο πανδοχείο
που διατηρούσε ο πατέρας της, η Ελένη γνώρισε τον αξιωματικό Ιλλύριο Κωνσταντίνο, αποκαλούμενο Χλωρό, λόγω της
χλωμάδας που είχε στο πρόσωπό του, ερωτευτήκαν.
Καθ’ όλη την
διάρκεια του έγγαμου βίου που διήνυσαν μεταξύ των η Ελένη ακολουθούσε τον σύζυγο
της σ’ όλες τις εκστρατείες, όπου κατά πάσα πιθανότητα το 274 μ.Χ. στην Ναϊσσό της Μοισίας, σημερινή
Νίσσα της Σερβίας απέκτησαν τον γιο τους Μέγα Κωνσταντίνο, μετά από τέσσερα
χρόνια περίπου του γάμου τους.
Η Ελένη
χωρίζει με τον σύζυγο της Χλωρό και παραμένει με τον γιο της Κωνσταντίνο κάτω
από την ομηρία του Διοκλητιανού στην Νικομήδεια.
Ο
Κωνσταντίνος βρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, στο αξίωμα του
Χιλίαρχου, ενώ ο πατέρας του Κωνσταντίνος ο Χλωμός, έχει το ύπατο αξίωμα του
Αυγούστου στο Δυτικό μέρος της Αυτοκρατορίας κι ο Γαλέριος στο Ανατολικό.
Μετά τον
θάνατο του πατέρα του ο Κωνσταντίνος, ο Μέγας ανακηρύσσεται από τον στρατό
Αύγουστος.
Ο Γαλέριος
και ο Μαξέντιος, γιος του Μαξιμιανού δεν αποδέχθηκαν αυτή την επιλογή κι
άρχησαν μεταξύ των οι συγκρούσεις κι εχθροπραξίες.
Ο Μέγας
Κωνσταντίνος υπήρξε συγκρατημένος έναντι του Μαξεντίου γνωρίζοντας την υπεροχή
του.
Ζητώντας
βοήθεια από τον Θεό, η εκλύσεις του και προσευχές του φάνηκαν να έγιναν δεκτές
και η Πίστη του στον Θεό δικαιώθηκε, όταν εκείνος του παρουσιάστηκε εξ ουρανού
με το τρόπαιο του Σταυρού που ανέγραφε την φράση ¨ Εν Τούτω Νίκα¨
Έχοντας ως λάβαρο το Χριστιανικό σύμβολο,
παρελαύνει προς την Ρώμη, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση, όπου δείχνει το ενδιαφέρον
του για τους Χριστιανούς.
Ο Μέγας
Κωνσταντίνος παίρνει μαζί του την μητέρα του Ελένη, οπού σ΄όλη την πορεία του
είναι δίπλα του και ζει στην αυτοκρατορική αυλή, έχοντας εξέχουσα θέση και την
ονόμασε Αυγούστα, ενώ προς τιμή της κόβει νόμισμα απεικονίζοντας την μορφή της.
Η Ελένη
αποφασίζει να λάβει το Χριστιανικό
βάπτισμα σε ηλικία περίπου 60 ετών.
Τη θέση της όμως στην Χριστιανική Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της
στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Κατά τη
διάρκεια της Α’ Οικουμενικής Συνόδου 325 μ.Χ. πληροφορήθηκε για την κατάσταση
που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε
για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει
στο φως τα διάφορα μέρη στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός.
Το ταξίδι της
αυτό παρουσιάζεται από ιστορικές πηγές ως ένα
ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Ελένη
επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες,
ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και
ιδρύοντας μονές.
Στη Βηθλεέμ
και το Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της
Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού.
Εκεί η Ελένη
έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από το Γολγοθά κι ανέγειρε με
αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς
ναούς της Γέννησης , στη Βηθλεέμ και της
Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά, που
μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.
Κάποιοι
σύγχρονοι ιστορικοί όμως εκφράζουν
ορισμένες επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κίνητρα της Ελένης πήγαζαν
αποκλειστικά από τη θερμή χριστιανική της πίστη.
Θεωρώντας
ότι είναι πιθανόν, το κύρος του Μεγάλου Κωνσταντίνου να είχε κλονιστεί μετά από την υιοκτονία και συζυγοκτονία που είχε
διαπράξει.
Η μεγάλη
δόξα της Ελένης, μεταξύ προπάντων των χριστιανικών πληθυσμών, οφείλεται στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού.
Έτσι, σκοπός
της Ελένης ίσως ήταν να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των κατοίκων στις ανατολικές
περιοχές της αυτοκρατορίας.
Το γεγονός
όμως ότι σε τόσο μεγάλη ηλικία, όπου ήταν
περίπου 78 χρονών, όταν ξεκίνησε την περιοδεία της κι ανέλαβε μία τόσο
κοπιαστική αποστολή, καταδεικνύει μία
γυναίκα με εξαιρετική δύναμη, ισχυρή θέληση, μεγάλη πίστη αληθινής μετάνοιας τόσα για δικά της αμαρτήματα,
αλλά κυρίως του γιου της.
Αφού
ολοκλήρωσε το ταξίδι της στην Ανατολή, η Ελένη εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια,
όπου κι απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών έχοντας στο πλευρό της το γιο της
Κωνσταντίνο.
Ενταφιάστηκε
με βασιλικές τιμές στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας., ενώ αργότερα,
το σκήνομά της μεταφέρθηκε στις κατακόμβες Πέτρου και Μαρκελλίνου.
Η πορφυρή
σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του
Βατικανού.
Η Εκκλησία την ανακήρυξε Αγία και Ισαπόστολο.
*Η μνήμη της
εορτάζεται από την Ορθόδοξο Εκκλησία,
μαζί με το γιο της Άγιο Κωνσταντίνο, στις 21 Μαΐου, ενώ η Καθολική Εκκλησία την
γιορτάζει στις 18 Αυγούστου, χωρίς να έχει κατατάξει στους Αγίους της , το Μέγα
Κωνσταντίνο.
Ο Μέγας
Κωνσταντίνος,
έρχεται σε
συμφωνία με τον Λικιανό, σύζυγο της αδελφής του και καθιερώνει την Ανεξιθρησκία, σταματώντας έτσι τους διωγμούς των
Χριστιανών.
Η αιρετική
διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει
την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός,
κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.
Μόλις ο
Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια,
απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας,
επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και τον Άρειο.
Η προσπάθεια
επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε κι αποφασίσθηκε
η σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.
Ο
Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς
τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο
δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής.
Δεν ήθελε να
ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν την ορθότητα της πίστεως.
Η κρίσιμη
φράση του ¨περί της πίστεως σπουδάσωμεν
¨ διασώζεται σχεδόν από όλους τους
ιστορικούς συγγραφείς.
Η τελευταία
περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην
εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας.
Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα
κάποιας ασθένειας.
Αξίζει να σημειώσουμε
από ιστορικές πηγές πως ο Μέγας
Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά.
Βλέποντας όμως
την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη
της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του.
Εκεί
παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου προσευχόταν προς τον Θεό.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος
αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της.
Η μνήμη του
θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον
οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος.
Μετά
πηγαίνει στην Νικομήδεια όπου συγκαλεί
τους Επισκόπους λέγοντας τους :
¨Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από
παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας.
Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την
αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα
που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως
παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον.
Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας
αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία.
Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να
συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω
τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό¨
Μετά το
βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά
παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της
κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ.
Είναι
χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα
οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου.
Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσκισαν
τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην
έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους.
Οι ταξίαρχοι
και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους.
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσαν, λυπημένοι
σαν να έχαναν τον δικό τους συγγενή.
Αφού οι
στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν
στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο.
Το ιερό
λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Ανακηρύσσεται
ως Μέγας
Κωνσταντίνος κι από την Ορθόδοξη
Εκκλησία Άγιος και Ισαπόστολο.